-
1 ακίδα
-
2 ἀκίδα
-
3 ακίδα
-
4 ακίδα
aiguille -
5 остриё
-
6 κλέω
κλέω (ΚΛΥ, κλέος, vgl. καλέω), im act. gew. κλείω, bekannt machen, rühmen, preisen; ἐγὼ δ' ἄν σε κλείω κατ' ἀπείρονα γαῖαν Od. 17, 418; τά τε κλείουσιν ἀοιδοί 1, 338; Hes. O. 1 Th. 105; πολλὰ σὲ μουσοπόλοι μέλψουσι ἔν τ' ἀλύροις κλέοντες ὕμνοις Eur. Alc. 447, κλέουσαι I. A. 1046, an beiden Stellen κλείω v. l.; κλείουσα ϑεῶν γάμους Ar. Paz 779; sp. D., die es auch einfach für »sagen«, »nennen« gebrauchen, = καλέω, τήν τ' ἀκίδα κλείουσι Opp. H. 5, 536, καί μιν ἐπωνυμίην Φαέϑοντα ἔκλεον Ap. Rh. 3, 246; ἔκλησε findet sich in Nic. fr. bei Ath. II, 35 a; κλεῶα Ar. Lys. 1299 ist dorische Form für κλέουσα. – Pass., ἐγὼ δ' ἐν πᾶσι ϑεοῖσι μήτι τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν Od. 13, 298; ᾗς (φρεσὶν) τὸ πάρος περ ἔκλε' ἐπ' ἀνϑρώπους, impf., Il. 24, 202; κλέονται ἐν φορμίγγεσσιν Pind. I. 4, 29; in allgemeiner Bedeutung, οὐδέ πω ἔκλεο Δῆλος Callim. Del. 40; κλείονται Ap. Rh. 1, 238. – S. auch das adj. verb. κλειτός.
-
7 αμφιτεμνω
-
8 заострение
η ακίδα, η αιχμηρή ακμή, η «μύτη».Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заострение
-
9 колючка
колюч||каж τό ἀγκάθι, ἡ ἄκανθα (у растений)/ ἡ ἀκίδα [-ις] (металлическая). -
10 наконечник
наконечникм ἡ αίχμή, ἡ ἄκρα, ἡ μύτη, ἡ ἀκίδα / τό σκέπασμα τοῦ μολυβιού (для карандаша):\наконечник шприца ἡ αίχμή (или ἡ μύτη) σύριγγος· \наконечник стрелы ἡ αίχμή βέλους' \наконечник копья ἡ αίχμή τοῦ ἀκόντιου. -
11 ακίς
-
12 Ακίδας
-
13 Ἀκίδας
-
14 barb
1) (a backward-facing point on an arrowhead, fishing-hook etc.) ακίδα, δόντι2) (a hurtful remark.) αιχμή•- barbed- barbed wire -
15 жало
-а ουδ.1. κεντρί εντόμου•жало ячелиное κεντρί της μέλισσας (οσκρός).
2. γλωσσίδι του φιδιού.3. μτφ. πόνος ψυχικός.4. ακίδα, αιχμή, μύτη (για κάθε αιχμηρό αντικείμενο). -
16 колючка
-и θ.αγκάθι• αγκαθάκι ακίδα•-и приволоки τα αγκάθια του σύρματος•
-и ежа τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου•
-и розы τα αγκάθια της τριανταφυλλιάς.
(απλ.) αγκάθια (μερικών θάμνωνίκαι ψαριών). -
17 носок
носок 1βλ. носкиносок 2-ска α.1. μικρό ράμφος, μυτίτσα.2. η μύτη του ποδιού (των δάχτυλων) η μύτη του παπουτσιού•туфли с узкими -ами παπούτσια μυτερά•
ударить мяч -ом χτυπώ την ποδόσφαιρα με τη μύτη (του παπουτσιού)•
танцевать на -ах χορεύω στις μύτες των ποδιών.
3. στόμιο αγγείου.4. αιχμή, ακίδα (αντικειμένου).εκφρ.играть в -и – παλ. είδος χαρτοπαιγνίου (τον χάνοντα χτυπούσαν με την τράπουλα στη μύτη). -
18 остриё
-я ουδ.1. αιχμή, ακίδα, μύτη•копья η αιχμή του ακοντίου•
остриё иголки η μύτη του βελονιού.
2. η κόψη•остриё ножа η κόψη του μαχαιριού.
3. μτφ. κατεύθυνση κατά κάποιου•остриё полемики, критики, сатиры η αιχμή της πολεμικής, της κριτικής., της σάτιρας.
-
19 троакар
-а α.τροκάριο, τρίγωνος κεντητής, ακίδα (χειρουργ. εργαλείο). -
20 шип
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ακίδα — η η μυτερή άκρη κάθε αντικείμενου, η μύτη: Η ακίδα του εργαλείου μού τρύπησε το δάχτυλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και … Dictionary of Greek
ἀκίδα — ἀκίς pointed object fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκίδας — Ἀκίδᾱς , Ἀκίδας masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρικός άνεμος — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν ένας αγωγός –που καταλήγει σε ακίδα– είναι φορτισμένος με ηλεκτρισμό, ως συνέπεια της πυκνότητας του φορτίου που είναι αντιστρόφως ανάλογη της ακτίνας καμπυλότητας του αγωγού. Στην άκρη του αγωγού η πυκνότητα του… … Dictionary of Greek
πυρογραφία — Η διακόσμηση ξύλων, δερμάτων, οστών και χνουδωτών υφασμάτων με πυρακτωμένη μεταλλική ακίδα. Η ακίδα είναι συνήθως από λευκόχρυσο και θερμαίνεται, είτε με ηλεκτρισμό είτε με ατμούς βενζίνης και αέρα, που διοχετεύονται σε αυτήν από ειδική… … Dictionary of Greek
ακιδογράφημα — το επιγραφή χαραγμένη με ακίδα επάνω σε τοίχους ή αρχαία μνημεία αρχιτεκτονικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακίδα + γράφημα] … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
Πάλμερ, κοχλίας του- ή ελεγκτήρας του Πάλμερ — Μικρομετρικό όργανο χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση παχών. Η ακίδα Α (βλ. εικόνα) είναι σταθερή· στον κοχλιωτό θάλαμο Θ στρέφεται ο κοχλίας Κ, ο οποίος καταλήγει στην κυλινδρική ακίδα Β και εξωτερικά στην πυξίδα Π. Επί του Θ είναι χαραγμένη η… … Dictionary of Greek